- νυκτέριαι
- νυκτέριοςfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυκτέρι' — νυκτέρια , νυκτέριος neut nom/voc/acc pl νυκτέρια , νυκτέριος neut nom/voc/acc pl νυκτέριε , νυκτέριος masc voc sg νυκτέριε , νυκτέριος masc/fem voc sg νυκτέριαι , νυκτέριος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)